οναγός

οναγός
ὀναγός, ὁ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. ονηγός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Diphilus — Diphilus, of Sinope, was a poet of the new Attic comedy and contemporary of Menander (342 291 BC). Most of his plays were written and acted at Athens, but he led a wandering life, and died at Smyrna. He was on intimate terms with the famous… …   Wikipedia

  • ονηγός — ο (Α ὀνηγός και δωρ. τ. ὀναγός) οδηγός όνου, ονηλάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + ηγός (< ἄγω), πρβλ. πλο ηγός. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • Δημόφιλος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ποιητής της Νέας κωμωδίας (4ος 3ος αι. π.Χ.). Φέρεται ως ο συγγραφέας της κωμωδίας Οναγός, που μεταφράστηκε στα λατινικά και χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο από τον Πλαύτο για τη συγγραφή του έργου του Asinaria. 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”